- οὐρητρίς
- οὐρητρίςchamber-potfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρητρίς — οὐρητρίς, ίδος, ἡ (Α) δοχείο για ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς)] … Dictionary of Greek
οὐρητρίδα — οὐρητρίς chamber pot fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρητρίδιον — οὐρητρίδιον, τὸ (Α) [ουρητρίς] υποκορ. τού ουρητρίς … Dictionary of Greek
ԿԱՐՈՒՐԱՅ — (ի.) NBH 1 1077 Chronological Sequence: 12c գ. οὑρητρίς, οὑροδοχεῖον urinal, lematella, matulla. Փարչ միզի. ... *Իւր գոզին նշանն այն է, որ հիւանդութեան սկիզբն զերդ զտաշեղ եւ զքերուքս լինի ʼի մէջ կարուրային. Մխ. բժիշկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)